αλανίνη

αλανίνη
Οργανική χημική ένωση (αμινοξύ των πρωτεϊνών). Είναι σώμα στερεό, με υπόγλυκη γεύση, αποσυντίθεται στους 295°C και κρυσταλλώνεται κατά το μονοκλινές ή ρομβικό σύστημα. Βρίσκεται σε φυσική κατάσταση, σε δύο ισομερείς μορφές: την α-α. (ενεργός ή δεξιόστροφη) που βρίσκεται στις πρωτεΐνες και, κυρίως, στη φιβροΐνη της μετάξης και τη β-α. (αριστερόστροφη) που σπάνια βρίσκεται σε ελεύθερη κατάσταση. Η α. παρασκευάζεται συνθετικά από την ακεταλδεΰδη με τη μετατροπή της σε αλδεϋδαμμωνία, σε νιτρίλιο και, τελικά, σε αμινοξύ. Απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1888 από τον Βέιλ. Ο χημικός της τύπος είναι CH3-CH(NH2)-COOH.
* * *
η βιοχ.
αμινοξύ (σύμβολο Ala), το οποίο περιλαμβάνεται στην ομάδα τών πέντε αμινοξέων που περιέχουν μη πολική (υδρόφοβη), αλειφατική, υδρογονανθρακική αλκυλομάδα: το μεθύλιο (CH3).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. alanin < al- (< aldehyde, πρβλ. αλδεΰδη), + -an- (= ένθημα για ευφωνικούς λόγους), + κατάλ. -in (πρβλ. -ίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανσερίνη — Οργανική ουσία (διπεπτίδιο) που αποτελείται από β αλανίνη και ιστιδίνη. Απαντάται μαζί με το πεπτίδιο καρνοσίνη στο μυϊκό σύστημα των θηλαστικών. Η ιδιομορφία της α. είναι ότι περιέχει το αμινοξύ β αλανίνη, γι’ αυτό και περιλαμβάνεται στις… …   Dictionary of Greek

  • φαινυλαλανίνη — η, Ν (βιοχ.) 1. βασικό κυκλικό αμινοξύ, πολύ διαδεδομένο, το οποίο λαμβάνεται με υδρόλυση πολλών πρωτεϊνών 2. φρ. «4 μονοοξυγονάση φαινυλαλανίνης» ή «υδροξυλάση φαινυλαλανίνης» (βιοχ.) ένζυμο τής ομάδας τών μονοοξυγονασών ή υδροξυλασών, που… …   Dictionary of Greek

  • αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”